συζεύγνυμι
English (LSJ)
A yoke together, couple, ἵππους Hdt.4.189, X.Cyr.2.2.26 (Pass.); esp. in marriage, τῷ μὲν φίλην σύζευξον ἄλοχον E.Alc. 166, cf. X.Oec.7.30; σ. νέους καὶ νέας Arist.Pol.1335a16 sq.; τὸν Ἄρη πρὸς τὴν Ἀφροδίτην ib.1269b28:—Med., yoke for oneself, ἅρμα X.Cyr. 6.1.51:—Pass., to be yoked with, coupled with, paired, μετ' ἀλλήλων Arist.HA585b9; πρὸς ἀλλήλας Plb.8.4.2: metaph., τῷ συνέζευξαι πλάνῳ; v.l. for προσ- in E.Alc.482; τὸν ἐμὸν δαίμον', ᾧ συνεζύγην Id.Andr.98; τίνι πότμῳ συνεζύγην; Id.Hel.255; οἵᾳ ξυμφορᾷ συνεζύγης Id.Hipp.1389 (conversely, συνέζευκται τὸ πάθος τινί Phld. Ir.p.57 W.); συζυγέντες ὁμιλοῦσι they live in close familiarity, X. Lac.2.12. 2 less freq., also in Pass., of things, to be closely united, ἁ ψυχὰ τῷ σώματι συνέζευκται Philol.14; πεμπάδι συζυγείς Pl.R.546c; συνέζευκται ἡ φρόνησις τῇ τοῦ ἤθους ἀρετῇ Arist.EN 1178a16, cf. 1175a19; διορίζεται τοῖς συνεζευγμένοις συμπτώμασι Gal.16.535.
German (Pape)
[Seite 972] (s. ζεύγνυμι), zusammen ins Joch spannen, Xen. Cyr. 2, 2, 20 u. Sp.; – verbinden, oft übertr. von der Ehe, τῷ μὲν φίλην σύζευξον ἄλοχον, Eur. Alc. 164; στεῤῥὸν δαίμον', ᾡ συνεζύγην, Andr. 98, u. öfter, ὁ νόμος συζευγνὺς ἄνδρα καὶ γυναῖκα, Xen. Oec. 7, 30, πεμπάδι συζυγείς, Plat. Rep. VIII, 546 c; νῆες συνεζευγμέναι πρὸς ἀλλήλας, Pol. 8, 6, 2; Luc. Herm. 41.