σκολύπτω
From LSJ
English (LSJ)
= κολούω, κολοβόω, ἐκτίλλω, Hsch. σκολύφρα· σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής, Id.; cf. σκολύβρα. σκομβρίζω, A
= γογγύζω, Id., Phot.; also, = ῥαθαπυγίζω, Hsch.
German (Pape)
[Seite 902] stutzen, verstümmeln, beschneiden, κολούω, ἐκτίλλω, σπαράττω, VLL.; im obscönen Sinne, das männliche Glied von der Vorhaut entblößen, s. ἀποσκολύπτω.