περιτείνω

From LSJ
Revision as of 19:55, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_5)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτείνω Medium diacritics: περιτείνω Low diacritics: περιτείνω Capitals: ΠΕΡΙΤΕΙΝΩ
Transliteration A: periteínō Transliteration B: periteinō Transliteration C: periteino Beta Code: peritei/nw

English (LSJ)

   A stretch all round or over, π. τούτοισι (sc. τοῖσι νομεῦσἰ διφθέρας Hdt.1.194 ; ὠμοβοέην π. Id.4.65 ; περὶ ταῦτα (sc. τὰ ξύλἀ πίλους . . π. ib.73; ἐπὶ τράπεζαν ὕδατος κύαθον Arist.Mete.355b28 :— Pass., δέρμα περιτεταμένον tight-stretched, Hp.Prog.2, cf. Arist.HA 548b32, al.; νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης being spread round... Pl. Ti.66b, cf. Arist.Mete.354b24; ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη covered with a skin, Id.Fr.498; περιτετάσθαι τῷ κελύφει fit the pod tight, Thphr. CP4.12.11; ἡ κοιλία περιτείνεται is distended, Arist.HA591b2; οἱ ὄνυχες περιτεταμένοι εἰσίν become aduncate, Hp.Loc.Hom.14.

German (Pape)

[Seite 596] (s. τείνω), umspannen, darum, darüber spannen, τὶ περί τι, Her. 4, 73; νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης, Plat. Tim. 66 b; ὑμένα περιτείνουσι τῷ κόσμῳ, Plut. plac. phil. 2, 7; – nach allen Seiten oder sehr ausspannen und eine Geschwulst verursachen, Medic.