μεταμώνιος
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ον, poet. Adj.
A vain, idle, μ. νήματα vainly-woven, Od.2.98; μεταμώνια βάζεις talkest idly, 18.332; τὰ δὲ πάντα θεοὶ μ. θεῖεν may the gods give all that to the winds, Il.4.363; ψεύδη μ. Pi.O.12.6; μ. θηρεύω Id.P.3.23; τὰ δ' οὐκ ἄρ' ἔμελλε θεὸς μ. θήσειν Theoc.22.181. —Used by Hom. only in neut. pl.: the etym. is dub., cf. μωνιή, μωνιόν; but later Poets apptly. connected the word with ἄνεμος (as if for μετανεμώνιος) ; κονία μεταμώνιος ἀέρθη borne by the wind, on high, Simon.16; ἐς κόρακας βαδιεῖ μεταμώνιος Ar.Pax117, ubi v. Sch.:— μεταμώλιος is v.l. in several passages; cf. ἀνεμώλιος.
German (Pape)
[Seite 150] schon von den Alten auf μετά u. ἄνεμος zurückgeführt, und μάταια, ἀνεμοφόρητα erkl., vgl. ἀνεμώλιος, welches Wort auch die Schreibung μεταμώλιος rechtfertigen sollte, die aber nach den bessern mss. in Hom. u. Pind. verworfen ist; eigtl. mit dem Winde dahingetragen, d. i. nichtig, vergeblich, ohne Erfolg; τὰ δὲ πάντα θεοὶ μεταμώνια θεῖεν, Il. 4, 363; μή μοι μεταμώνια νήματ' ὄληται, Od. 2, 98. 19, 143. 24, 133, ungenütztes Garn, vergeblich gemachtes, nicht gebrauchtes Gespinnst; μεταμώνια βάζειν, nichtiges Zeug reden, in den Wind schwatzen, Od. 18, 332. 392; ἐλπίδες ἀνδρῶν τέμνοισαι πολλὰ ψεύδη μεταμώνια, Pind. Ol. 12, 6, u. ähnl. μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν, P. 3, 23; die Ableitung ist noch mehr zu erkennen bei Ar. Pax 117, ὡς σὺ μετ' ὀρνίθων – ἐς κόρακας βαδιεῖ μεταμώνιος.