χρίω
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
Ep. impf.
A χρῖον Od.4.252, also χρίεσκε A.R.4.871: fut. χρίσω E.Med.789: aor. ἔχρῑσα Od.10.364, etc., Ep. χρῖσα Il.16.680, Od.4.49: pf. κέχρῑκα LXX 1 Ki.10.1, al.:—Med., fut. χρίσομαι Od.6.220: aor. part. χρῑσάμενος ib.96, Hes.Op.523, etc.:—Pass., fut. χρισθήσομαι LXXEx.30.32: aor. ἐχρίσθην A.Pr.675, Achae.10: pf. κέχρῑμαι Hdt.4.189,195, Magnes 3, etc., later κέχρισμαι LXX 2 Ki. 5.17: plpf. ἐκέχριστο f. l. in X.Cyr.7.1.2; 3pl. ἐκέχριντο Callix.2. [Even in pres. and impf. ι is long, Od.21.179 (ἐπι-χρῑοντες), Il.23.186, S.Tr.675, etc.; χρῐει only in late Poets, as AP6.275 (Noss.): in fut. and all other tenses ῑ without exception, whence the proper accent. is χρῖσαι, κεχρῖσθαι, χρῖσμα, etc.:—touch the surface of a body slightly, esp. of the human body, graze, hence, I rub, anoint with scented unguents or oil, as was done after bathing, freq. in Hom., λόεον καὶ χρῖον ἐλαίῳ Od.4.252; ἔχρισεν λίπ' ἐλαίῳ 3.466; λοέσσαι τε χρῖσαί τε 19.320; of a dead body, χρῖεν ἐλαίῳ Il.23.186; anoint a suppliant, Berl.Sitzb.1927.170 (Cyrene); πέπλον χ. rub or infect with poison, S.Tr.675, cf. 689,832 (lyr.): metaph., ἱμέρῳ χρίσασ' οἰστόν E.Med.634 (lyr.); οὐ μέλανι, ἀλλὰ θανάτῳ χ. τὸν κάλαμον Plu.2.841e:—Med., anoint oneself, Od.6.96; κάλλεϊ ἀμβροσίῳ οἵῳ . . Κυθέρεια χρίεται 18.194, cf. Hes.Op.523; ἐλαίῳ Gal.6.417; ἐκ φαρμάκου Luc. Asin.13: c. acc. rei, ἰοὺς χρίεσθαι anoint (i. e. poison) one's arrows, Od.1.262:—Pass., χρίεσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου Hdt.3.124; βακκάριδι κεχριμένος Magnes l. c.; συκαμίνῳ τὰς γνάθους κεχριμέναι Eub.98.3: metaph., Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχριμένου Ar.Fr.581. 2 in LXX, anoint in token of consecration, χ. τινὰ εἰς βασιλέα 4 Ki.9.3; εἰς ἄρχοντα 1 Ki.10.1; εἰς προφήτην 3 Ki.19.16; also χ. τινὰ τοῦ βασιλεύειν Jd.9.15: c. dupl. acc., χ. τινὰ ἔλαιον Ep.Heb.1.9. II wash with colour, coat, αἰγέαι κεχριμέναι ἐρευθεδάνῳ Hdt.4.189; πίσσῃ ib.195, cf. Inscr.Délos442A188 (ii B. C.); ἀσφάλτῳ X.Cyr.7.5.22 (Pass.); στοάν Supp.Epigr.4.268 (Panamara, ii A. D.):—Med., τὸ σῶμα μίλτῳ χρίονται smear their bodies, Hdt.4.191. III wound on the surface, puncture, prick, sting, of the gadfly in A.Pr.566,597, 880 (all lyr.):—Pass., ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖσ' ib.675.
German (Pape)
[Seite 1377] eigtl. die Oberfläche eines Körpers, bes. des menschlichen Leibes, leicht berühren, darüber hinstreichen; dah. – a) mit wohlriechender Salbe, mit Salböl bestreichen u. einreiben, salben, welches von den ältesten Zeiten an gleich nach dem Bade zu geschehen pflegte; oft bei Hom.: χρῖεν ἐλαίῳ Il. 23, 186; ὅτε δή μιν ἐγὼ λόεον καὶ χρῖον ἐλαίῳ Od. 4, 252, wie ἐπεὶ λοῦσέν τε καὶ ἔχρισεν λίπ' ἐλαίῳ 3, 466 u. öfter; λοέσσαι τε χρῖσαί τε 19, 320; u. med., ἀμβροσίῳ, οἵῳ Κυθέρεια χρίεται 18, 194, sich salben, wie χρισάμενοι 6, 96; Hes. O. 524; χρίεσθαι ἰούς, sich, zu eigenem Gebrauche seine Pfeile salben, mit Gift bestreichen, Od. 1, 262; Soph. Tr. 672. 686; ἱμέρῳ χρίσασα τόξα Eur. Med. 635, vgl. 789; μύρῳ Luc. merc. cond. 28. – b) mit Farbe überstreichen, anstreichen, färben, schminken, tünchen; κεχριμένος ἐρευθεδάνῳ Her. 4, 189, πίσσῃ 195; χρίεσθαι τὰ σώματα μίλτῳ 191; ὅπλα ἐκέχριστο χρυσοειδεῖ χρώματι Xen. Cyr. 7, 1,2. – Auch = die Haut leicht verletzen, ritzen, streifen, in welcher Bdtg ι im aor. u. den übrigen tempp. außer praes. u. impf. kurz ist; χρίει τις αὖ με τάλαιναν οἶστρος Aesch. Prom. 566, vgl. 600. 882; ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖσα 678; Phryn. in B. A. 46.