ἀπέχω
English (LSJ)
fut. ἀφέξω, and (Od.19.572) ἀποσχήσω: aor. ἀπέσχον:—
A keep off or away from, αἴ κεν τυδέος υἱὸν ἀπόσχη Ἰλίου ἱρῆς Il.6.96,277; ἑκὰς νήσων ἀπέχων εὐεργέα νῆα Od.15.33; κληῖδες ἀπ' ὤμων αὐχέν' ἔχουσιν the collar-bone parts the neck from the shoulders, Il.22.324; Εὐβοίης ἀπέχειν . . αἶγας Orac. ap. Hdt.8.20, cf. 22; ἄπεχε τῆς βοὸς τὸν ταῦρον A.Ag.1125 (lyr.), cf. Pr.687 (lyr.). 2 c. dat. pers., τοι . . χεῖρας ἀφέξω Od.20.263. 3 with a Prep., ἀ. φρένα περισσῶν παρὰ φωτῶν E.Ba.427 (lyr.); ῥῖνα ἀπὸ κάκκης Ar.Pax162. 4 c.acc. only, keep off or away, σκοτεινὸν ἀ. ψόγον Pi.N.7.61; ἀ. φάσγανον E.Or.1519. 5 οὐδὲν ἀπέχει c. inf., nothing hinders, debars one from doing, Pl. Cra.407b, Plu.2.433a. II Med., κακῶν ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι hold one's hands off or away from .., Od.22.316; κυάμων ἄπο χεῖρας ἔχεσθε Emp.141; ἀθανάτων ἀ. χεῖρας A.Eu.350 (lyr.), cf. Supp. 756, Pl.Smp.213d, 214d:—but mostly, 2 ἀπέχεσθαί τινος hold oneself off a thing, abstain or desist from it, πολέμου Il.8.35, al.; βοῶν Od. 12.321; οὐδὲ . . σευ ἀφέξομαι will not keep my hands off thee, ib.19.489; Δεκελέης abstain from ravaging D., Hdt.0.73, cf.1.66, 4.118, al., Th. 1.20, etc.; keep away from, πόλεως X.HG7.3.10: in pf. Pass., μηδὲ τῶν μικρῶν ἀπεσχημένον D.27.47; ἀγορᾶς ἀπεσχ. Arist.Pol.1278a25. 3 c. inf., ἀπέχεσθαι μὴ στρατεῦσαι abstain from marching, Th.5.25; λαμβάνειν ἀπέσχετο Philem.94.3; ἀπέχεσθαι τοῦ ποιεῖν X. Mem.4.2.3; οὐκ ἀ. τὸ μὴ οὐ ποιεῖν Id.Cyr.1.6.32, Pl.R.354b: also c. part., Jul.Or.1.43d. 4 abs., refrain oneself, D.21.61. III intr. in Act., to be away or far from, c. gen. loci, τῶν Ἐπιπολῶν ἓξ ἢ ἑπτὰ σταδίους Th.6.97; ἀ.ἀπὸ Βαβυλῶνος, etc., Hdt.1.179,cf.3.26,al.; ἀπὸ θαλάττης . . δώδεκα δδὸν ἡμερῶν ἀ. Euphro11.3; ἀ. παμπόλλων ἡμερῶν ὁδόν X.Cyr.1.1.3; τὸ μέσον ἴσον τῶν ἐσχάτων ἀ. Pl.Prm.145b; πλεῖστον ἀ. κατὰ τόπον Arist.Mete.363a31; a). τὴν ἡμίσειαν διάμετρον Id. Cael.293b30, etc. b project, extend, Id.GA781a11; τὰἀπέχοντα prominent parts, PA 655a32. c ἀποσχὼν τεσσαράκοντα μάλιστα σταδίους μὴ φθάσαι ἐλθώνfailing to arrinein time by... Th.5.3. 2 of actions, to be far from, ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος οὐδὲν ἔλασσον were just as farfrom the discovery, Hdt.1.67; τοσοῦτον ἀπέχω τοῦ ποιεῖν τι ὥστε . . Isoc.6.70; τοσούτῳ πλέον ἡμῶν ἀπέχεις τοῦ πιστὰ λέγειν ὅσον .. ib.11.32; ἀπέχει τοῦ μὴ μετ' ὀργῆς [πράττειν] D.21.41; πλεῖστον ἀ. τινός to be as far as possible from doing, X.Mem.1.2.62; but τοσοῦτ' ἀπέχει τῶν χορηγῶν so far is it from the thoughts of .., D.21.59. 3 generally, to be far remoued from, πολιτείας, μοναρχίας, Arist.Pol.1289b2, 1293a17; τοῦ μέσου Id.EN1109a10. 4 differ from, οὐδέν τι ἀπεῖχε γαμετῆς γυναικός Hdn.1.16.4. 5 διαφύσιες . . ᾗσιν οὐδὲν ἀπέχει ἀγγεῖα εἶναι nothing is wanting, Hp.de Arte 10. IV have or receive in full, τὴν ἀπόκρισιν Aeschin.2.50; τὸ χρέος ἀ. receive payment in full, Call.Epigr.55; χάριτας ib.51; ἀπέχω in receipts, BGU612.2 (i A.D.), etc.; ἀ. τὸν μισθόν Plu.Sol.22, Ev.Matt.6.2, al.; καρπὸν ἀ. τῶν πονηθέντων Plu.Them.17; ἀ. τὸ μέτεριον Id.2.124e. 2 impers., ἀπέχει it sufficeth, it is enough, Ev.Marc.14.41, cf. Anacreont.15.33.
German (Pape)
[Seite 289] (s. ἔχω), 1) abhalten, entfernt halten, ἑκὰς νήσων ἀπέχειν νῆα Od. 15, 33; οὐδ' ὅ γε πρὶν λοιμοῖο βαρείας χεῖρας ἀφέξει, alte v. l. Iliad. 1, 97, nach Scholl. Did. wahrscheinlich Zenodots Lesart; Aristarch u. andere alte Ausgaben hatten Δαναοῖσιν ἀεικέα λοιγὸν ἀπώσει; τινά τινος, Einen von etwas fern halten, abwehren, αἴ κεν Τυδέος υἱὸν ἀπόσχῃ Ἰλίου Il. 6, 96; vgl. Aesch. Ag. 1096; χεῖρας πἀντων ἀφέξω σοι Od. 20, 263; τοῖο πᾶσαν ἀεικείην ἄπεχε χροΐ Il. 24, 19; ἥ μ' Ὀδυσῆος οἴκου ἀποσχήσει, mich vom Hause entfernen wird, Od. 19, 572; Iliad. 22, 324 ᾗ κληῖδες ἀπ' ὤμων αὐχέν' ἔχουσιν, trennen; pass., τῶν ἱερῶν τὰ ἐκ τῆς χώρης γενόμενα ἀπέχεται, wird ausgeschlossen vom Opfer, Her. 1, 160. Selten so bei Att. S. Plat. Cratyl. 407 b; ῥῖνα ἀπὸ κάκκης Ar. Pax 162. So φθόνον, proeul habere, Pind. N. 7, 61; οὐδὲν ἀπέχει, es steht nichts im Wege, es hindert nichts, es ist natürlich, Hippocr.; Plut. Dion. 23 ὧν οὐδὲν ἀπέχει καὶ τὸν ἄριστον μετασχεῖν; vgl. Orac. def. 41. Gew. – 2) intrans., entfernt sein, τινός, von einem Orte; die Entfernung steht im acc., τό γε μέσον ἴσον τῶν ἐσχάτων ἀπέσχεν Plat. Parmen. 145 b; bes. bei Historikern, wo auch oft der gen. fehlt; eigthmt. Thuc. 5, 3 ἀποσχὼν τεσσαράκοντα στάδια μὴ φθάσαι, sc. es fehlten 40 Stadien, daß er eher als die Anderen kam; mit ἀπό, ἑτέρα ἀφ' ἑτέρας σταδίους ἑκατὸν ἀπεῖχε Plat. Critia 178 d; αἱ ὄχθαι – ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τρία πλέθρα Xen. An. 4, 3, 5. Uebertr. auf andere Dinge, ὧν ἐκεῖνος πλεῖστον πάντων ἀνθρώπων ἀπέσχεν Mem. 1, 2, 62; οὐδὲν ἀπεῖχε γαμετῆς γυναικός Hedn. 1, 16. 9, unterschied sich gar nicht von der rechtmäßigen Frau. Bes. τοσοῦτο ἀπέχειν, wie tantum abest, worauf häufig ὥστε folgt, z. B. τῆς αὐτονομίας Isocr. 4, 101; τοῦ λαβεῖν Dem. 24, 3; τοῦ βοηθεῖν Pol. 5, 74. – 3) weghaben, dahinhaben, παρὰ σοῦ τὴν χάριν ἀπέχω πάλαι com. Mein. IV, 679; ἀπέχετε τὴν ἀπόκρισιν, da habt ihre eure Antwort, Aesch. 2, 50; μισθόν, schuldigen Lohn, N. T.; Plut.; ähnl. χρέος Callim. ep. 22 (VI, 147); κῦδος ὀφειλόμενον Ep. ad. 390 (IX, 115); Hesych. Erkl. ἐξαρκεῖ, ἀπόχρη, bezieht sich auf Anacr. 15, 33; vgl. Marc. 14, 41. – Med., 1) entfernt halten, für sich, Od. 22, 316 κακῶν ἀπὸ χεῖρας ἔχεσθαι, Bekk. ἄπο; ἀπεσχῆσθαι τὼ χεῖρε τῆς μητρός Dem. 25, 54; vgl. Plat. Conv. 214 d; ohne χεῖρας, schonen, οὐδὲ τροφοῦ οὔσης σεῦ ἀφέξομαι Od. 19, 489; φίλων Xen. An. 2, 6, 10; Hell. 5, 2, 6. – 2) sich entfernt halten, absol., τότ' ἂν οὔ τοι ἀποσχέσθαι φίλον ἦεν Od. 9, 211; τῆς Ἑλλάδος Xen. An. 6, 4, 14; πόλεως Hell. 7, 3, 10; sich einer Sache enthalten, πολέμου Il. 8, 35; δηιοτῆτος 12, 248; ἀλλήλων ἀπέχονται εὐνῆς καὶ φιλότητος Iliad. 14, 206. 305; βοῶν Od. 12, 321. 328; οἴνου Ar. Nub. 417; ἡδονῶν, ἐπιθυμιῶν Plat. Phaed. 82 c 83 b; τῶν τῆς πατρίδος Pol. 10, 25; mit dem inf., τοῦ λέγειν Xen. Mem. 1, 2, 34; ohne Art. Ages. 11, 7; μὴ στρατεῦσαι Thuc. 5, 251 bes. merke man: οὐκ ἀπεσχόμην τὸ μὴ οὐκ ἀπελθεῖν, fast: ich mußte fortgehen, Plat. Rep. I, 354 b; οὐκ ἀπείχοντο ἀπὸ τῶν φίλων τὸ μὴ οὐχὶ πλεονεκτεῖν παρ' αὐτῶν Xen. Cyr. 1, 6, 32.