λιμήν

From LSJ
Revision as of 19:57, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐμήν Medium diacritics: λιμήν Low diacritics: λιμήν Capitals: ΛΙΜΗΝ
Transliteration A: limḗn Transliteration B: limēn Transliteration C: limin Beta Code: limh/n

English (LSJ)

ένσς, ὁ,

   A harbour, Il.1.432 (here distd. fr. ὅρμος, mooringplace), al., Pl.Ti.25a, etc.; Κανθάρου λ. a dockyard in the Piraeus, with a pun on κάνθαρος just above, Ar.Pax145 (ubi v. Sch.): freq. in pl., λιμένες νηῶν ὀχοί Od.5.404; λιμένες δ' ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ 4.846; λιμένες τε πάνορμοι 13.195, cf. S.Ph.936, etc.: c. gen. objecti, λιμένες θαλάσσης havens of refuge from the sea, Od.5.418, cf. Hes.Sc. 207.    II metaph., haven, retreat, refuge, Thgn.460; ἑταιρείας λ. a haven of friendship, S.Aj.683; οὗτος . . λ. πέφανται τῶν ἐμῶν βουλευμάτων E.Med.769: c. gen. objecti, λ. κακῶν from ills, A.Supp.471; ὦ ναυτίλοισι χείματος λ. φανείς E.Andr.891; ὕπνον . . τῶν καμάτων λ. Critias 6.20 D.; λ. τῆς πλάνης ἥδε ἡ γῆ μόνη λείπεται D.H.1.58.    2 gathering-place, receptacle, πλούτου λ. A.Pers.250; μέγας E.Or.1077; παντὸς οἰωνοῦ λ. S.Ant.1000; Ἅιδου λ. harbour of death, ib.1284 (lyr.); ξείνων αἰδοῖοι λιμένες Emp.112.3; βοῆς τῆς σῆς ποῖος οὐκ ἔσται λ.; what place shall not harbour (i.e. receive) thy cry? S.OT420.    III = ἀγορά in Thessaly and Paphos, IG9(2).517.42 (Larissa), Gal.Thras.32, D.Chr.11.23 (interpol.).    IV the source of birth, womb, Emp.98.3, S.OT1208 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 47] ένος, ὁ, Hafen, Bucht, von ὅρμος, der eigentlichen Anfurth im Innern des Hafens, unterschieden, Il. 1, 432 ff., λιμένες, νηῶν ὄχοι, Od. 5, 404, ναύλοχοι, 4, 846, öfter; im plur., λιμένες πάνορμοι, auch 13, 195, wo wie bei Eur. El. 439 Mel. 521, vgl. auch Soph. Phil. 924 u. überall in Prosa, der plur. für den sing. steht; Pol. 10, 1, 1 u. öfter. Uebertr., Sammelplatz, wo von allen Seiten Etwas, wie im Hafen die Schiffe, zusammenkommt, πολὺς πλούτου λιμήν, Aesch. Pers. 246, wie Eur. Or. 1077; vgl. Soph. βοῆς δὲ τῆς σῆς ποῖος οὐκ ἔσται λιμήν, O. R. 420; παντὸς οἰωνοῦ λ., Ant. 987, und δυσκάθαρτος Ἅιδου λιμήν, ib. 1270. – Zufluchtsort, wie auch wir Hafen sagen, κοὐδαμοῦ λιμὴν κακῶν, Aesch. Suppl. 466; ἑταιρείας λ., Soph. Ai. 668; οὗτος γὰρ ἁνὴρ λιμὴν πέφανται τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, Eur. Med. 769; sp. D.