προμήθεια
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
Dor. προ-μάθεια [μᾱ], Ion. προμηθίη, in Trag. προμηθία (v. sub fin.):—
A foresight, forethought, σοφὸν ἡ προμηθίη Hdt.3.36, cf. Pi.N.11.46, I.1.40, Th.4.62, al.; προμηθίαν λαβεῖν A.Supp.178, cf. E.Hec.795; πολλὴν προμήθειαν ποιεῖσθαι Pl.Min.318e; ἐν πολλῇ προμηθίῃ ἔχειν τινά to hold in great consideration, Hdt.1.88; προμηθείην ἔχειν τινός Xenoph.1.24, cf. E.Alc.1054, Pl.Grg.501b; ἔχειν τὴν ὑπὲρ τῆς ψυχῆς π. Id.R.441e: with reference to Prometheus, Luc.Prom.Es1. [προμηθία is required by the metre in S.El.990, OC 332, 1043, Frr.302.2,950.3, E.Med.741, Hec.1137, Ph.1466, Andr. 690, IT1202, and is admissible in A.Supp.178, S.El.1036, 1350, Ph.557, E.Alc.1054, Ion448, whereas προμήθεια is never required.]
German (Pape)
[Seite 734] ion. προμηθίη, ἡ, Vorsicht, Klugheit; προμάθειαν φέρει νόῳ, Pind. I. 1, 40; Her. 3, 36; ἐν πολλῇ προμηθίῃ ἔχειν τινά, Einen mit vieler Rücksicht, Achtung behandeln, 1, 88, προμήθειαν λαβεῖν, Aesch. Suppl. 175; προμήθ ειάν τινα ἔχοντες τοῦ βελτίστου περὶ τὴν τέχνην, Plat. Gorg. 501 b, vgl. Rep. IV, 441 e.