φωτοχυσία
From LSJ
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
[Seite 1324] ἡ, Erguß des Lichtes, Ueberfluß des Lichtes, Dion. Areop.
φωτοχῠσία: ἡ, (χέω) ὡς καὶ νῦν, πλήμμυρα φωτός, Διονυσ. Ἀρεοπ. Ἐπιστ. 5, κλπ.