ὡσανεὶ

From LSJ
Revision as of 09:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὡσανεὶ: ἢ ὥς ἄν εἰ, ὡς ἐάν, οἱονεί, «σάν», Λατ. tanquam, μετὰ ῥημάτων, τό ... πνεῦμα ὡσανεὶ προδιαλύεται Ἀριστ. Προβλ. 23. 28· πόλις ἥτις ὡσ. πρόσχημα ... ἦν Πολύβ. 3. 15, 3· μὴ βλέπειν ..., ἀλλ’ ὡσ. βλέπειν Πλούτ. 2. 961Ε· μετὰ μετοχ., ὡς. προκαλούμενος Πολύβ. 1. 46. 11· μετὰ ὀνομάτων, ὡσ. σάρκες Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 11, 5· ὡσ. ἀμμῶδες ὁ αὐτ. περὶ Θαυμ. 19· μέγεθος ὡσ. βοῦς αὐτόθι 30. κτλ.