ἀστρονομέω
From LSJ
English (LSJ)
A study astronomy, Ar.Nu.194, Pl.Tht.174a:—Med., D.L.1.34, Iamb.VP25.112:—Pass., ὡς νῦν ἀστρονομεῖται as astronomy is now practised, Pl.R.530c.
German (Pape)
[Seite 378] die Sterne beobachten, Ar. Nubb. 193 u. sonst; pass., Plat. Rep. VII, 530 c u. Sp. – Med., Iambl.; Diog. L. 1, 134.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρονομέω: εἶμαι ἀστρονόμος, σπουδάζω ἀστρονομίαν, Ἀριστοφ. Νεφ. 194, Πλάτ. Θεαίτ. 173Ε· οὕτως ἐν τῷ μεσ. τύπ., Διογ. Λ. 1. 34, Ἰαμβλ. Βίος Πυθ. 112: ― Παθ., ὡς νῦν ἀστρονομεῖται, ὡς νῦν ἡ ἀστρονομία ἐξασκεῖται, Πλάτ. Πολ. 530C.