ἐμβαθύνω
Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg
English (LSJ)
A make deep, hollow out, βόθρια Alciphr.3.13; cause to sink deep in, κακίαν ἑαυτοῖς Plu.2.1128e. II intr., go deep into, τοῖς νόμοις, ταῖς ἐπιστήμαις, Ph.1.18,341; sink deep in, εἰς κάθισιν LXX Je.30.8 (49.30).
German (Pape)
[Seite 803] tief hineinmachen, aushöhlen; βόθρον, Alciphr. 3, 13; übertr., τὴν κακίαν ἑαυτοῖς, eindringen lassen, Plut. de occult. viv. 2. – Intr., eindringen, versinken, τινί, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβᾰθύνω: κάμνω τι βαθύ, βαθύνω, ἐμβαθύνας βόθρον Ἀλκίφρ. 3. 13· κάμνω τι νὰ ὑπάγῃ εἰς βάθος, ἐμβαθύνουσι τὴν κακίαν ἑαυτοῖς Πλούτ. 2. 1128Ε. ΙΙ. ἀμετ., εἰσέρχομαι βαθέως εἴς τι, τινί, ἐπὶ ἀλληγορικῆς ἑρμηνείας, Φίλων 1. 18, Ἐκκλ.· βυθίζομαι, ἐμβυθίζομαι εἴς τι, Ἑβδ. (Ἱερεμ. Λ΄, 7, ΜΘ΄, 30)· τινὶ Ἐκκλ.