ὑποπεπτωκότως
From LSJ
Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin
English (LSJ)
Adv. pf. part. Act. of ὑποπίπτω,
A submissively, ὑ. καὶ ταπεωῶς Plb.35.2.13.
German (Pape)
[Seite 1228] adv. part. perf. act. zu ὑποπίπτω, demüthig, καὶ ταπεινῶς Pol. 35, 2,13.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπεπτωκότως: ἐπιρρ. μετοχ. πρκμ. ἐνεργ. τοῦ ὑποπίπτω, ἐν καταπτώσει φρονήματος, δουλοφρόνως, χαμερπῶς, ὑπ. καὶ ταπεινῶς Πολύβ. 35. 2, 13.