στένος
From LSJ
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
Full diacritics: στένος | Medium diacritics: στένος | Low diacritics: στένος | Capitals: ΣΤΕΝΟΣ |
Transliteration A: sténos | Transliteration B: stenos | Transliteration C: stenos | Beta Code: ste/nos |
εος, τό,
A v. στεῖνος 11.
[Seite 935] τό, wie στεῖνος, die Enge die, Noth. ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπὸ στένει, Aesch. Eum. 495.
στένος: -εος, τό, πρβλ. Ἰων. στεῖνος.