ἀμάρυγμα
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
English (LSJ)
Aeol. ἀμάρυχμα, ατος, τό,
A sparkle, twinkle, ἀ. λάμπρον προσώπω flashing, radiant glance, Sapph.Supp.5.18, cf. A.R.3.288; of changing colour, and light, AP5.258 (Paul. Sil.); διδύμης ἀ. χροιῆς, of gems, Tryph.71, etc.; of any quick, light motion, Χαρίτων ἀμαρύγματ' ἔχουσα with the flashing steps of Graces, Hes.Fr.21,94; of wrestling, ἀ. πάλας B.8.36; ἀ. χείλεος quivering of the lip, Theoc. 23.7: metaph., τῶν πισύρων ἀρετῶν ἀμαρύγματα AP7.343.
German (Pape)
[Seite 117] τό, leichte, anmuthige Bewegung, χαρίτων Hes. frg. 160; vielleicht auch von dem Glanz der Augen, wie ἡλίου Ap. Rh. 4, 847; ἀμαρύγματα βάλλειν ἐπί τινα 3, 288; χείλεος, Zucken der Lippe, Theocr. 23, 7. Uebertr., ἀρετῶν ἀμαρύγματα φέρειν Ep. ad. 690 (VII, 343).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάρυγμα: -ατος, τό, = λάμψις, σπινθηροβόλησις, ῥιπή, περὶ ὀφθαλμῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 288· ἐπὶ μεταβολῆς χρώματος καὶ φωτός, Ἀνθ. Π. 5. 259, κτλ.: ἐπὶ πάσης ταχείας καὶ ἐλαφρᾶς κινήσεως, Χαρίτων ἀμαρύγματ’ ἔχουσα, ἔχουσα τὴν αἴγλην τῆς κινήσεως τῶν Χαρίτων, Ἡσ. Ἀποσπ. 225· ἀμ. χείλεος, παλμώδης κίνησις τοῦ χείλους, Θεόκρ. 23. 7.