ἐγκόπτω
Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an
English (LSJ)
A knock in, πάτταλον Thphr.HP2.7.6; χιλίας (i.e. πληγὰς) ἐς τὸ νῶτον ἐγκόψαι Herod.5.33. 2 engrave, τὸ ψήφισμα ἐς στήλην SIG279.33 (Zelea):—Med., IG12(3).536 (Thera). 3 incise, Dsc.Eup.1.141 (Pass.). II oppose, Hp.Praec.13; λόγον λόγῳ Olymp. in Mete.125.9. III check, hold the breath, Sor.1.69: generally, hinder, thwart, τισί Sammelb.4305; τῇ δικαιοδοσίᾳ f.l. in Plb.23.1.12; delay, Act.Ap.24.4:—Pass., ἐνεκοπτόμην τοῦ ἐλθεῖν Ep.Rom.15.22, cf. Porph.Antr.19. IV intr., come to a stop, Vett. Val.260.24.
German (Pape)
[Seite 709] einschlagen, πάτταλόν τινι Theophr. Uebertr., den Weg versperren, verhindern, τινί, Hippocr.; Pol. 24, 1, 12; N. T.; VLL. ἐμποδίζειν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκόπτω: μέλλ. -ψω, ἐμπήγω, πάτταλον Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 2. 7, 6. ΙΙ. ἐντέμνω, ποιῶ ἐντομὴν εἴς τι, Ἱππ. 28. 35. ΙΙΙ. ἐμποδίζω, παρακωλύω, ἐγείρω προσκόμματα, τινὶ Πολύβ. 24. 1, 12: ― Παθ., Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιε΄, 22.