ὑπενδύτης
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
English (LSJ)
[δῠ], ου, ὁ, = foreg., Str.15.3.19.
German (Pape)
[Seite 1187] ὁ, = Vorigem, Strabo XV.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπενδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = ὑπένδυμα, Στράβ. 734. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.