δυσάνεκτος
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ον,
A = δυσανάσχετος 1, interpol. in X.Mem.2.2.8, cf. Gal.7.181. Adv. -τως Poll.3.130.
German (Pape)
[Seite 675] = δυσανάσχετος, Xen. Mem. 2, 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
δυσάνεκτος: -ον, = δυσανάσχετος Ι, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 8.