πανδάκρυτος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ον,
A all-tearful, ὀδύρματα S.Tr.50. II all-bewept, most miserable, γένος A.Th.654; βιοτά S.Ph.689 (lyr.); ἐφαμέρων ἔθνη E.Or.976 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 457] allbeweint, von Allen zu beweinen; γένος, Aesch. Spt. 636; ἔθνη ἐφαμέρων, Eur. Or. 974; I. T. 553; – allbeweinend, immer weinend, ὀδύρματα, Soph. Trach. 50; βιοτά, Phil. 691, thränenvoll.
Greek (Liddell-Scott)
πανδάκρῡτος: -ον, πλήρης δακρύων, ὀδύρματα Σοφ. Τρ. 50. ΙΙ. πανόδυρτος, δυστυχέστατος, γένος Αἰσχύλ. Θήβ. 654˙ βιοτὴ Σοφ. Φιλ. 690˙ ἐφαμέρων ἔθνη Εὐρ. Ὀρ. 977.