πανόδυρτος
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
πανόδυρτον, most lamentable, AP7.476.9 (Mel.), Epigr.Gr. 230 (Erythrae), IG12(8).445.7 (Thasos); βοή LXX 3 Ma.4.2, cf. 6.32.
German (Pape)
[Seite 461] = πάνδυρτος, bei den Tragg. jetzt durch diese Form verdrängt; auch Eur. Hec. 212 in πάνδυρτος zu ändern; τὰν πανόδυρτον Mel. 109 (VII, 476).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait lamentable.
Étymologie: πᾶν, ὀδύρομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανόδυρτος -ον [πᾶς, ὀδύρομαι] zeer beklagenswaard.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνόδυρτος: достойный всяческого сожаления, крайне несчастный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνόδυρτος: -ον, πάνυ ὀδυρτός, πάνυ ἀξιοθρήνητος, Ἀνθ. Π. 7. 476, 9, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 230· βοὴ Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Δ΄, 2, πρβλ. Ϛ΄, 32). - Ὁ τύπος πάνδυρτος ἀποκαθίσταται παρὰ τοῖς Τραγικοῖς.
Greek Monolingual
-ον, Α
πάρα πολύ αξιοθρήνητος ή συνοδευόμενος από οδυρμούς («πανόδυρτος βοή», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὀδυρτός (< ὀδύρομαι), πρβλ. φιλόδυρτος].
Greek Monotonic
πᾰνόδυρτος: -ον, εξαιρετικά αξιοθρήνητος, σε Ανθ.
Middle Liddell
πᾰν-όδυρτος, ον,
most lamentable, Anth.