τεσσαρακοντήρης
From LSJ
English (LSJ)
ες, perh.
A with forty rowers to each group of four oars, Callix.1, Plu.Demetr.43.
German (Pape)
[Seite 1095] ες, vierzigruderig; Ath. V, 203 e; Plut. Demetr. 43.
Greek (Liddell-Scott)
τεσσᾰρᾰκοντήρης: -ες, ἐπὶ νεώς, ἡ ἔχουσα τεσσαράκοντα κώπας, ἢ καθίσματα τῶν ἐρετῶν, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 203Ε, Πλουτ. Δημήτρ. 42· ― ἴδε ἐν λ. τριήρης.