εὐδιάσπαστος
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
ον,
A easily torn asunder, χάραξ Plb. 18.18.9.
German (Pape)
[Seite 1062] leicht zu zerreißen, zu zersprengen, χάραξ, Pol. 18, 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάσπαστος: -ον, εὐκόλως διασπώμενος, ἐξαγόμενος ἐκ τῆς γῆς εἰς ἣν ἐνεπάγη, ἐπὶ χαράκων, Πολύβ. 18. 1, 9.