δικόλουρος
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
English (LSJ)
ον,
A doubly truncated, πυραμίδες Nicom.Ar.2.14.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκόλουρος: -ον, δὶς κολοβός, πυραμὶς Νικόμ. Ἀριθμ. σ. 126 Ast.