ἔγχυλος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A juicy, succulent, Hp.Aff.59, Thphr.CP6.11.15 (Comp.); ἰχθύς Agatharch.40; savoury, Alex. 124.12; soft-boiled, of eggs, Gal.6.707. Adv. -λως dub. in Archig. ap. Gal.8.931.
German (Pape)
[Seite 714] saftig, Theophr.; auch κρεάδια, Alexis bei Ath. IX, 383 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγχῡλος: -ον, ὁ ἔχων ἐν ἑαυτῷ χυλόν, τὰ ὄσπρια θερίζουσιν ἐγχυλότερα καὶ πρὸς τὸ δύνασθαι συλλέγειν, ξηρανθέντα γὰρ διαρρεῖ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 3: «ζουμερὸς» γευστικός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπεξηραμμένος, τὰ κρεάδι’ ἔσται τ’ οὐκ ἀπεξηραμμένα, ἔγχυλα δ’ ἀτρεμεὶ καὶ δροσώδη Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 12. - Ἐπίρρ. -λως Ἀρχιγ. παρὰ Γαλην. 8. σ. 156.