συνείσακτος

From LSJ
Revision as of 09:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνείσακτος Medium diacritics: συνείσακτος Low diacritics: συνείσακτος Capitals: ΣΥΝΕΙΣΑΚΤΟΣ
Transliteration A: syneísaktos Transliteration B: syneisaktos Transliteration C: syneisaktos Beta Code: sunei/saktos

English (LSJ)

ον,

   A introduced together: Lat. synisactas, expld. by sociatrices, pudicas vel abstinentes (i.e. a priest's housekeeper), Gloss.    2 θυγατέρες σ. illegitimate, Eust.1954.8.

German (Pape)

[Seite 1011] mit, zugleich eingeführt, eingebracht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνείσακτος: -ον, ὁ ὁμοῦ εἰσαγόμενος. ― Ὡς οὐσιαστ. ὁ συνείσακτος παρὰ τοῖς Ἐκκλ. (α) = ἀγαπητός, ἤτοι πνευματικὸς ἀδελφός, Γρηγ. Ναζ. IV, 88. 91. ― (β) ἡ συνείσακτος, δηλ. παρθένος = ἀγαπητή, πνευματικὴ ἀδελφή, Μαλχίων 256, Βασίλ. ΙΙ, 820, Γρηγ. Ναζ. IV, 89, κλπ., Λατ. subintroducta, Heinichen Eus. H. E. excurs. 13· θυγατέρες συν., νόθοι, Εὐστάθ. 1954. 8.