δευτεροδέομαι
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
(better δευτερ-ῳδέομαι), Pass.,
A to be secondary, produced by repetition, of numbers, Theol.Ar.22; μονάδες Nicom.Ar.1.19, cf. Syrian. in Metaph.149.23:—hence Subst. δευτερ-οδία (better δευτερ-ῳδία), ἡ, secondary series, Theol.Ar.34.
German (Pape)
[Seite 553] zum zweitenmale kommen, wiederholt werden, Theolog. Arithm.
Greek (Liddell-Scott)
δευτεροδέομαι: παθ., ἐπαναλαμβάνομαι, Θεολ. Ἀριθμ. 23.