δευτεροδέομαι
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
(better δευτερῳδέομαι), Pass., to be secondary, be produced by repetition, of numbers, Theol.Ar.22; μονάδες Nicom.Ar.1.19, cf. Syrian. in Metaph.149.23:—hence substantive δευτεροδία (better δευτερῳδία), ἡ, secondary series, Theol.Ar.34.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -ρῳδέομαι Syrian.in Metaph.149.23, Simp.in Ph.499.35, -ρωδέομαι Theol.Ar.22, Iambl.in Nic.88, Ascl.in Introd.1.129.7
producirse por segunda vez, repetirse los números Theol.Ar.l.c.
•venir en segundo lugar, ser secundario (μονάδες) δευτεροδούμεναι (unidades) de segundo orden, e.e. decenas Nicom.Ar.1.19, cf. Theol.Ar.34, δευτερωδουμένη μονάς Iambl.l.c., Syrian.l.c., Simp.l.c., Ascl.l.c.
German (Pape)
[Seite 553] zum zweitenmale kommen, wiederholt werden, Theolog. Arithm.
Greek (Liddell-Scott)
δευτεροδέομαι: παθ., ἐπαναλαμβάνομαι, Θεολ. Ἀριθμ. 23.