ἀναχαλάω
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
poet. ἀγχ-,
A relax, in Pass., Placit.5.26.1, Plb.6.23.11, cf. Gal.19.537, Aspasiaap.Aët.16.22. 2 ease, [νῆα] ἀγχαλάσας A.R.2.585.
German (Pape)
[Seite 215] (s. χαλάω), nachlassen, abspannen, lindern, Hippocr.; τὰς συντάσεις Ath. I, 24 c; ἀναχαλᾶσθαι, von Fesseln, Pol. 6, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχᾰλάω: χαλαρώνω, παραλύω, ἡ ἡδονὴ ἀναχαλῶσα τὴν ἰσχὺν τῶν σωμάτων Στοβ. ϛ΄, 42, Πολύβ. 6. 23, 11, ἐν τῷ παθ. τύπῳ.