ἀπόσυρμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is peeled cff, abrasion, Hp.Liqu.2, Dsc.1.30. 2 mark left by a rope dragged along, POxy.69.8 (ii A. D.). II rubbish left in working mines, Arist.Mir.833a29.
German (Pape)
[Seite 328] τό, das Abgezogene, Abgeschabte, Arist. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσυρμα: τό, τὸ ἀποσυρόμενον, ἤτοι τὸ γύρωθεν ἀφαιρούμενον, ἐκλέπισμα, Ἱππ. 426. 10, Διοσκ. 1. 36: πρβλ. σύρμα Ι. 3. ΙΙ. σκωρίαι καταλελειμμέναι μετὰ τὴν ἐξεργασίων τοῦ μετάλλου, Ἀριστ. π. Θαυμ. 42.