ὅ
From LSJ
Ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε → Show forth to the initiates a sweet life
English (LSJ)
relat. Pron. masc. for ὅς, v. ὁ, ἡ, τό c. II ὅ, neut. of relat. Pron. ὅς. III ὂ ὂ ὂ, Interj., Ar.Th.1191.
German (Pape)
[Seite 288] neutr. zu ὅς, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ὅ: Ἰων. καὶ Δωρ. ἀναφορ. ἀντων. ἀρσεν. ἀντὶ ὅς, ἴδε ὁ, ἡ, τό, Γ. ΙΙ. ὅ, οὐδ. τῆς ἀναφορ. ἀντων. ὅς. ΙΙΙ. ὅ, ὅ, ὅ, σχετλιαστ. ἐπιφώνημα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1191.