Ταρταρίτης
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A dweller in Tartarus, Com.Adesp.1160.
Greek (Liddell-Scott)
Ταρτᾱρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐν τῷ Ταρτάρῳ κατοικῶν, διατρίβων, Κωμ. Ἀνώμ. 342.