διαφωνία
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
English (LSJ)
ἡ,
A discord, disagreement, Pl.Lg.689a, 691a, Str.2.1.7, Plu.2.861a, etc.; δ. πρὸς ἑαυτόν inconsistency, Phld. Po.994.4; esp. in Music, discord, Bacch.Harm.59, prob. in Cleonid. Harm.5.
German (Pape)
[Seite 613] ἡ, Mißton, Verschiedenheit, Plat. Legg. III, 689 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαφωνία: ἡ, ἔλλειψις συμφωνίας, παραφωνία, Πλάτ. Νόμ. 689Α, 691Α· διαφώνημα, Τζέτζ.