κατάδρυμμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, (καταδρύπτω)
A tearing, rending, σαρκῶν . . καταδρύμματα Χειρῶν of flesh with hands, E.Supp.51.
German (Pape)
[Seite 1347] τό, das Zerreißen, Zerfleischen, plur. χειρῶν, mit den Händen, Eur. Suppl. 51.
Greek (Liddell-Scott)
κατάδρυμμα: τό, σπάραγμα, σαρκῶν… καταδρύμματα χειρῶν, σπαράγματα τῆς σαρκὸς διὰ τῶν χειρῶν, Εὐρ. Ἱκέτ. 52.