θορός
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ὁ,
A semen genitale, Hdt.2.93, Hp.Morb.2.51, Arist.HA509b20, Plu.2.637f, Porph.Abst.4.9. II θορός· ἀφροδισιαστής, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1215] ὁ, der männliche Saamen bei Menschen u. Thieren; Her. 2, 93, Arist. H. A. 3, 16 u. Sp., bes. von Fischen. Vgl. θρώσκω u. θόρνυμαι.
Greek (Liddell-Scott)
θορός: ὁ, τὸ σπέρμα τοῦ ἄρρενος, Ἡρόδ. 2. 93, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 7, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως θορή. (Πρβλ. θρώσκω ΙΙ). - Παρ’ Ἡσυχ. θόρος.