νομικός

From LSJ
Revision as of 09:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομικός Medium diacritics: νομικός Low diacritics: νομικός Capitals: ΝΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: nomikós Transliteration B: nomikos Transliteration C: nomikos Beta Code: nomiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A relating to laws, αἴτια, title of work by Democritus; resting on law, ἤθη Pl.Lg.625a; conventional, ν. δίκαιον, opp. φυσικόν, Arist.EN1134b20; ν. φιλία, opp. ἠθική, ib. 1162b23. Adv. -κῶς after the manner of law, i.e. in a broad, general way, Id.Pol.1341b31.    2 forensic, μάχαι Ep.Tit.3.9; ἀγῶνες, opp. λογικοί, ἠθικοί, Philostr.VS1.22.1; relating to points of law (opp. matters of fact), στάσις, ζήτημα, Hermog.Stat.2,3; ν. ὀνόματα law-terms, Id.Meth.2; τὰ ν. law matters, Phld.Rh.1.37 S., Plu.Cic.26. Adv. -κῶς by legal process, Id.2.533b.    II learned in the law, Alex.39, Pl.Min.317e (Sup.); doctor of the Jewish law, Ev.Matt.22.35,al.    2 lawyer, notary, Plu.Cic.26, Gal.Libr.Ord.5, BGU326ii22 (ii A.D.).    3 legal adviser, assessor of a magistrate, Mitteis Chr.372 iii 18 (ii A.D.), etc.; ν. ἄριστος CIG2787 (Aphrodisias), cf. BGU361 iii 2 (ii A.D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

νομικός: -ή, -όν, (νόμος) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς νόμους, Πλάτ. Νόμ. 625Α· ὁ ἐπὶ νόμου στηριζόμενος, κατὰ νόμον, ν. δίκαιον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φυσικόν, Ἀριστ. Ἠθ. 5. 7, 1· ν. φιλία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἠθική, αὐτόθι 8. 13, 5. - Ἐπιρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 8. 7, 2. 2) ὁ ἀναφερόμενος εἰς τὸν νόμον, μάχαι Ἐπ. Τίτ. γ΄, 9· τὰ νομικά, ὑποθέσεις τοῦ νόμου, Πλουτ. Κικ. 26. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον νομικόν, ὁ αὐτ. 2. 533Β. ΙΙ. ὁ ἐπιστήμων τῶν νόμων, Ἄλεξις ἐν Γαλατείᾳ 4, Πλάτ. Μίνως 317Ε· νομικός, δικηγόρος, ν. ἄριστος Συλλ. Ἐπιγρ. 2787-8, κ. ἀλλ., πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 35, κ. ἀλλ.