ἡλοπαγής
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ές, (πήγνυμι)
A fixed with nails, Man.1.149.
German (Pape)
[Seite 1163] ές, mit Nägeln befestigt, Man. 1, 149.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλοπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ἠσφαλισμένος, ἐστερεωμένος διὰ καρφίων, καρφωμένος, Μανέθων 1. 149.