τέρφος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
εος, τό,
A = ἔρφος, στέρφος, skin, shell, Nic.Al.268; τάπιδος Id.Th.323; τέρφη· λέπυρα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1095] εος, τό, auch ἔρφος u. στέρφος, Fell, Haut, Nic. Al. 268, Schaale.
Greek (Liddell-Scott)
τέρφος: -εος, τό, = ἔρφος, στέρφος, λέπυρον, ἐξώφλυον, νέα τέρφη καστηνοῦ καρύοιο, «χλωρὰ λέπη» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 268.