τρίφατος
From LSJ
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
English (LSJ)
[ῐ], η, ον,
A thrice-told, triple, Nic.Th.102.
German (Pape)
[Seite 1149] = Vorigem, Nic. Ther. 102.
Greek (Liddell-Scott)
τρίφᾰτος: [ῐ], ἡ, ον, ὁ τρὶς λεχθείς, τριπλοῦς, δραχμάων τρίφατον δεκάδος καταβάλλεο βρῖθος, «τρίλεκτον, οἷον τριπλῆν δεκάδα, τουτέστι τριάκοντα δραχμάς» Νικ. Θηρ. 102.