πενταδάκτυλος
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
English (LSJ)
ον,
A with five fingers or toes, Arist.HA498a34, PA688a4. 2 five fingers broad, Hp.Art.7. 3 = foreg. 11 κοχλίαι Xenocr. ap. Orib.2.58.85. II as Subst., = πεντέφυλλον, Dsc.4.42.
German (Pape)
[Seite 555] fünffingerig, Arist. H. A. 2, 1, öfter, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεντᾰδάκτῠλος: ον. ὁ ἔχων πέντε δακτύλους, Ἀριστ. π τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 5, π. Ζ. Μορ. 4. 10, 30. 2) ὁ ἔχων εὖρος πέντε δακτύλων, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 783, ἐν τῷ τύπῳ πεντεδ-: ὡσαύτως πενταδακτυλιαῖος, Ὀρειβάσ. σ. 154 Mai. II. ὡς οὐσιαστ. = πεντάφυλλον, Διοσκ. (ἐν τοῖς νόθοις) 4. 42.