παρθενοκόμος
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
English (LSJ)
ον,
A taking care of maidens, An.Ox.2.398 :—also παρθενο-κομία, ἡ, ibid.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενοκόμος: -ον, ὁ φροντίζων περὶ τῶν παρθένων, Ἀνέκδ. Ὀξ. 2. 398, 17.