ἀγανακτητός
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
English (LSJ)
ή, όν,
A vexatious, Pl.Grg. 511b.
German (Pape)
[Seite 8] ή, όν, Unwillen erregend, Plat. Gorg. 511 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγανακτητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐνοχλητικός, Πλάτ. Γοργ. 511Β. ἀγανακτητέον, ῥηματ. ἐπίθ. πρέπει ν’ ἀγανακτῇ τις.