ἄγευστος
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ον, (γεύομαι) Act.,
A not tasting or having tasted, πλακοῦντος Pl.Com.113; ἰχθύων Luc.Sat.28: metaph., οἷσι κακῶν ἄ. αἰών S Ant.583; ἐλευθερίας ἄ. Pl.R.576a; τῶν τερπνῶν X.Mem.2.1.23; τοῦ καλοῦ Arist.EN1179b15; τῶν ἀγαθῶν Phld.Ir.p.60 W.; προβλήματα ἀμφιβολίας καὶ ζητήσεως ἄ. Alex.Aphr.Pr.Praef.:—abs., without eating, ἄποτοι καὶ ἄ. Luc.Tim.18. II Pass., tasteless, Arist.de An.422a30. 2 untasted, Plu.2.731d, Porph.Abst.2.27.
German (Pape)
[Seite 13] 1) der nicht gekostet, nicht erfahren hat, λέκτρων Aesch. frg. 219; αἰὼν ἄγ. κακῶν Soph. Ant. 579 ch; τερπνῶν ἄγ. Xen. Mem. 2, 1, 23; ἐλευθερίας καὶ φιλίας Plat. Rep. IX, 504 b; παῤῥησίας Plut. ed. lib. 17; so auch Luc. Nigr. 15; aber mit ἄποτοι, im eigtl. Sinne, Tim. 18, vom Tantalus. – 2) pass. nicht gekostet, Arist. de an. 2, 10; nicht gegessen, ζώων ἀγεύστων πρότερον ἥψαντο Plut. Arat. 17; τροφή Symp. 8, 9, 2; neben ἄβρωτος πρότερον ib. (p. 387).
Greek (Liddell-Scott)
ἄγευστος: -ον, (γεύομαι) ἐνεργ., ὁ μὴ γευόμενος, ὁ ἄνευ γεύσεως πράγματός τινος, ἀπεχόμενος, νηστεύων, πλακοῦντος, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ποιητῇ», 1, ἰσχύων, Λουκ. Κρον. 28· μεταφ., οἶσι κακῶν ἄγευστος αἰών, Σοφ. Ἀντ. 583, ἐλευθερίας ἄγ., Πλάτ. Πολ. 576Α, τῶν τερπνῶν, Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 23, τοῦ καλοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 10 (9), 4: - ἀπολ., ἀνάριστος, νηστικός, ἄποτοι και ἄγ., Λουκ. Τίμ. 18. ΙΙ. παθ., ὁ ἄνευ γεύσεως, ὁ μὴ ὢν γευστός, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 10. 3. 2) ὃν δὲν ἐγεύθη τις, Πλούτ. 2. 731D, κτλ.