ἡμιδέξιον
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
τό,
A dactylic trimeter, Sacerd.pp.514,544K.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιδέξιον: τό, τρίμετρον δακτυλικόν, Mar. Plot. Sac. ἐν Gram. Lat. ἐκδ. Keil VI. σ. 514. 28., 544. 15 (Κουμαν. Λεξ.).