στρίξ
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
ἡ, gen. στριγός (not found), acc.
A στρίγγα Carm.Pop.26:—owl, Theognost.Can.41,132 (where also a form στλίξ is cited).
Greek (Liddell-Scott)
στρίξ: ἡ, γεν. στριγός, νυκτερινόν τι πτηνὸν καλούμενον οὕτως ἐκ τῆς ὀξείας αὐτοῦ κραυγῆς, Λατ. strix, Ἀντών. Λιβερ. 21, Θεόγνωστ. ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 41, 132 (ἔνθα μνημονεύεται καὶ τύπος στλίξ). - Πρβλ. σῦριγξ ΙΙ. 8.