πρότμησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, (προτέμνω)
A waist or loins, where the body is drawn in, Il.11.424, Q.S.6.374; = ὀσφῦς, Poll.2.179, SIG1017.7 (Sinope, iii B.C.); but cf. EM691.18 (πρότμητιν is a variant in Sch.T Il.l.c.,cf.προτμῆτις Hsch., πρότμηστιν Phot.); προτμητόν· τὸν ὀμφαλόν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 793] ἡ, der Abschnitt oder Einschnitt in der Gestalt des Menschen über den Hüften, die Weichen, die Taille, die Gegend um den Nabel, Il. 11, 424 u. sp. D., wie Qu. Sm. 6, 374, auch in späterer Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
πρότμησις: ἡ, (προτέμνω) ἡ ὀσφύς, καθ᾿ ἣν τὸ σῶμα συστέλλεται πρὸς τὰ ἔσω, Ἰλ. Λ. 424, Κόϊντ. Σμ. 6. 374. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «πρότμησις· ὁ περὶ τὸν ὀμφαλὸν τόπος»· ― κατὰ δὲ Σουΐδ.: «πρότμησιν, ὀμφαλόν, τὸ παρ᾿ ἡμῖν ἦτρον, διὰ τὸ πρῶτον τέμνεσθαι ἐν τοῖς βρέφεσι».