ἀπόβλημα
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything cast away, LXX Wi.13.13, Sch.Ar. Eq.412.
German (Pape)
[Seite 297] τό, Wegwurf, Schol. Ar. Vesp. 543.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόβλημα: τό, πᾶν ὅ,τι ἀποβάλλεται, ἀπορρίπτεται, Θεοδοτ. Π. Δ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφῆκ. 545 (542), Ἐτυμ. Μ. 70, 20.