ἀνδρωνύμιον
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A proper name, Theognost.Can.9, Sch.Ar.V.1239.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρωνύμιον: [ῠ], τό, (ἀνήρ, ὄνομα) ἀνδρὸς ὄνομα, οὕτως ἀναγνωστέον ἐν Θεογνώστ. Καν. 9 καὶ ἐν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1231: - ἀνδρωνῠμικόν (δηλ. ὄνομα), τό, ὄνομα μεταβιβασθὲν ἀπὸ ζῴου εἰς ἄνθρωπον· π.χ. Σκύμνος, Πῶλος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Σ. 319.