ἄχωρος

From LSJ
Revision as of 09:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχωρος Medium diacritics: ἄχωρος Low diacritics: άχωρος Capitals: ΑΧΩΡΟΣ
Transliteration A: áchōros Transliteration B: achōros Transliteration C: achoros Beta Code: a)/xwros

English (LSJ)

ον,

   A without resting-place, homeless, Ael.Fr.77; εἴ τι μέλλει ἐργάζεσθαι, ἀνόνητα γένοιτο καὶ ἄχωρα Tab.Defix.97.11, cf. 96.17.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχωρος: -ον, «ἐν κατάρᾳ λέγεται ὁ μήτε τάξιν βίου μήτε κατάστασιν οἰκίας (-είαν) ἔχων» Ἡσύχ.· ― «κατηύχοντό τε τοὺς ταῦτα δρῶντας ἀχώρους τε καὶ ἀτάφους κυσὶ καὶ ὄρνισιν ἐκριφθῆναι...» Σουΐδ. (Αἰλιαν. Ἀποσπ. 77 Hercher).