παραείρω
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
English (LSJ)
A = παραλύω, detach, π. φρένας unhinge the mind, Archil. 94, cf. Opp.H.4.19 (tm.):—Pass., hang on one side, παρηέρθη δὲ κάρη Il.16.341.
German (Pape)
[Seite 478] zsgz. παραίρω (s. ἀείρω), daneben oder dabei heben, φρένας, erheben oder verkebren, Archil. 63; vgl. Opp. Hal. 4, 19; – pass. daneben, an der Seite hangen, schweben, παρηέρθη δὲ κάρη, Il. 16, 341.
Greek (Liddell-Scott)
παραείρω: συνῃρ. παραίρω· αἴρω, ὑψώνω, παρασηκώνω, μεταφορ., «φουσκώνω», τίς σᾶς παρήειρεν φρένας; τίς διέστρεψε τὸν νοῦν σου; Ἀρχίλ. 88, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 19. - Παθ., κρέμαμαι πλαγίως, ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέρους, παρηέρθη δὲ κάρη, «παρεκρεμάσθη» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 341.