στόμαχος

Revision as of 09:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ, (στόμα)

   A throat, gullet, ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε νηλέϊ χαλκῷ Il.3.292, cf. 19.266; κατὰ στομάχοιο θέμεθλα νύξε 17.47; = οἰσοφάγος, Arist.HA495b19 sq., 493a8, Nic.Al.22.    2 neck of the bladder, τῆς κύστιος Hp. Aër.9; or of the uterus, Id.Mul.1.18, Steril.217; τοῦ αἰδοίου Id.Mul.1.36.    3 later, orifice of the stomach,= στόμα τῆς γαστρός, τῆς κοιλίας, Plu.2.687d, Gal.6.431, 7.127; the stomach itself, 1 Ep.Ti.5.23, Dsc.5.6, Plu.2.698b, Sor.1.15, al., Gal.6.227, 15.460, M.Ant.10.31, Ath.3.79f; ἀμφοτέρας (sc. τὰς χεῖρας) ἐπὶ τοῦ σ. PMag.Leid.W.18.36; cf. Lat. stomachus.    4 anger, γέγονε σ. πρὸς δουλικὸν πρόσωπον Vett.Val.216.3; ἵνα μὴ ἔχωμεν στομάχους μηδὲ φθόνον POxy.533.14 (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 948] ὁ, eigtl. Mündung, Oeffnung; in ältester Zeit = Schlund, Kehle, ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε νηλέϊ χαλκῷ, Il. 3, 292. 17, 47, wo die Schol. zu vgl., u. 19, 266; nach Arist. H. A. 1, 12 Hintertheil des αὐχήν. – Gew. der Magenmund und der Magen selbst, nach Gal. erst seit Arist., u. Sp. – Bei Hippocr. auch der Hals der Harnblase u. ὑστερέων, Muttermund.

Greek (Liddell-Scott)

στόμᾰχος: ὁ, (στόμα ΙΙ) κυρίως, στόμα, ἄνοιγμα· ὅθεν, 1) ἐν τῇ παλαιοτάτῃ γλώσσῃ, ὁ λαιμός, ὁ φάρυγξ, ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε νηλέϊ χαλκῷ Ἰλ. Γ. 292, Τ. 266· κατὰ στομάχοιο θέμεθλα νύξε Ρ. 47· τὸ αὐτὸ καὶ οἰσοφάγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 8 κἑξ., ἐν παραβολῇ πρὸς 1. 12, 1. 2) παρ’ Ἱππ. ὡσαύτως, ὁ λαιμὸς τῆς οὐροδόχου κύστεως, π. Ἀέρ. 286· ἢ τῆς μήτρας, 598. 45., 677. 32, κτλ. 3) μετὰ τὸν Ἀριστ., τὸ ἄνοιγμα τοῦ στομάχου, = στόμα γαστρὸς Νικ. Ἀλεξιφ. 22, Πλούτ. 2. 687D, Γαλην.· καὶ παρὰ μεταγενεστ., αὐτὸς ὁ στόμαχος, Πλούτ. 2. 698Α, Ἀθήν. 79F. - Πρβλ. Foës. Oecon., Greenhil εἰς Θεόφιλ. σ. 56. 10.